Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

οἱ πλησιάζοντες

См. также в других словарях:

  • πλησιάζοντες — πλησιάζω bring near pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάζω — ΝΜΑ και δωρ. τ. πλατιάζω [πλησίος] 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, προσεγγίζω («πλησιάζω το χέρι μου στη φωτιά») 2. έρχομαι κοντά, σιμώνω, ζυγώνω 3. είμαι, βρίσκομαι κοντά 4. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι (α. «αυτός δεν πλησιάζει γυναίκα» β. «τῇ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»